σωφροσύνη

σωφροσύνη
η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σαοφροσύνη και δωρ. τ. σωφροσύνα Α [σώφρων, -ονος]
το να είναι κανείς σώφρων, συνετός, η σύνεση, η φρονιμάδα (α. «τόν σέβονταν για τη μόρφωση και τη σωφροσύνη του» β. «ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα», ΚΔ
γ. «αἰδὼς σωφροσύνης πλεῑστον μετέχει», Θουκ.
δ. «καί τε χαλιφρονέοντα σωφροσύνης ἐπέβησαν», Ομ. Οδ.)
μσν.-αρχ.
εγκράτεια και κυρίως στις σαρκικές επιθυμίες («εἶναι γὰρ ὁμολογεῑται σωφροσύνην τὸ κρατεῑν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν», Πλατ.)
αρχ.
μετριοπαθές δημοκρατικό πολίτευμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σωφροσύνη — σωφρόσυνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφροσύνῃ — σωφρόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) σωφροσύνη soundness of mind fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφροσύνη — η 1. το να είναι κάποιος σώφρονας (συνετός, λογικός), σύνεση, φρονιμάδα. 2. κοσμιότητα, σεμνότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σωφροσύνηι — σωφροσύνῃ , σωφρόσυνος fem dat sg (attic epic ionic) σωφροσύνῃ , σωφροσύνη soundness of mind fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… …   Православная энциклопедия

  • σωφρονικός — ή, όν, Α [σώφρων, ονος] 1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός 2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν η σωφροσύνη, η φρονιμάδα. επίρρ... σωφρονικῶς Α με σωφροσύνη, με φρονιμάδα …   Dictionary of Greek

  • целомудрие — целомудренный. Заимств. из цслав., ст. слав. цѣломѫдрие σωφροσύνη, цѣломѫдрьнъ σώφρων (Супр.). От целый и мудрый, по видимому, кальки греч. σωφροσύνη и σώφρων …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • БЛАГОРАЗУМИЕ — такое состояние духа, когда мы «в здравом уме» и можем подавить наплыв душевных чувств ради внутренней гармонии; у Платона благоразумие – одна из четырех осн. добродетелей (см. Кардинальные добродетели). См. также Аффект. Философский… …   Философская энциклопедия

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”